- Ποτειδεάται
- ΠοτειδεᾶταιΠοτειδεάτηςmasc nom /voc plΠοτειδεᾶταιPotidea: masc nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Ποτειδεᾶται — Ποτειδεάτης masc nom/voc pl Ποτειδεᾶται Potidea masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποτειδεατῶν — Ποτειδεᾱτῶν , Ποτειδεάτης masc gen pl Ποτειδεᾱτῶν , Ποτειδεᾶται Potidea masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποτειδεάταις — Ποτειδεά̱ταις , Ποτειδεάτης masc dat pl Ποτειδεά̱ταις , Ποτειδεᾶται Potidea masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποτειδεάτας — Ποτειδεά̱τᾱς , Ποτειδεάτης masc acc pl Ποτειδεά̱τᾱς , Ποτειδεάτης masc nom sg (epic doric aeolic) Ποτειδεά̱τᾱς , Ποτειδεᾶται Potidea masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)